Dictionary of Greek. 2013.
σταχώνω — στάχωσα, σταχώθηκα, σταχωμένος, δένω βιβλία και κυρίως χειρόγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταχώ — όω, Α βλ. σταχώνω … Dictionary of Greek