σταχώνω

σταχώνω
σταχῶ, -όω, ΝΜ
δένω βιβλίο με στάχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ(ς), με αρχική σημ. «δένω στάχια», από όπου γενικά «δένω» και για βιβλία «βιβλιοδετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σταχώνω — στάχωσα, σταχώθηκα, σταχωμένος, δένω βιβλία και κυρίως χειρόγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταχώ — όω, Α βλ. σταχώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”